- πίστομα
- επίρρ. τροπ., και απίστομα, μπρούμυτα: Τρεις μέρες μες στα Γιάννινα σέρνουνε το κορμί του τ' ανάσκελα τ' απίστομα και το ποδοκυλούνε (Βαλαωρίτης). – Βάλε τα ποτήρια πίστομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.